χώρα

χώρα
χώρα, ας, ἡ (Hom.+) country, land.
(dry) land in contrast to the sea, land (Isocr. 7, 1; Diod S 3, 40, 2; 20, 61, 4 [opp. θάλασσα]) Ac 27:27.
a portion of land area, district, region, place
gener. Mk 6:55; Lk 2:8; 15:14f; Ac 13:49. χώρα μακρά Lk 15:13; 19:12. ἡ χώρα ἐγγὺς τῆς ἐρήμου J 11:54. ἔξω τῆς χώρας out of that region Mk 5:10.
The district is more definitely described ὁ κύριος τῆς χώρας ταύτης the lord of this country Hs 1:4a (TestJob 3:7). Sharper definiteness is brought about by a gen. of the ruler 1:4b; of the inhabitants αὐτῶν (Jos., Ant. 5, 318; Just., A I, 53, 9) Mt 2:12; GJs 21:4 (cp. TestJob 41:2 ἐαυτῶν) Ac 12:20; 1 Cl 12:2, mentioned by name (Josh 5:12; 1 Ch 20:1; Is 7:18; EpArist 107; Just., A I, 34, 2) τῶν Γαδαρηνῶν Mt 8:28; cp. Mk 5:1; Lk 8:26; Ac 10:39; of the provincial name (1 Macc 8:3) ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας Ac 26:20; cp. ἐν χώρᾳ Βηθλεέμ GJs 18:1 (AscIs 3:1, 5); also by a geograph. adj. (Just., D. 79, 2 τῇ Ἀιγυπτίᾳ χώρᾳ) ἡ Γαλατικὴ χώρα Ac 16:6; 18:23; cp. Lk 3:1; 1 Cl 25:3 and Mk 1:5 (here we have ἡ Ἰουδαία χώρα [Jos., Ant. 11, 4] by metonymy for the inhabitants).
the open country in contrast to the city, country (Isocr. et al.; Diod S 18, 18, 9 πόλιν κ. χώραν; Appian, Iber. 10 §39; PTebt 416, 11; EpArist 108f; SibOr 3, 707) εἰς Ἱεροσόλυμα ἐκ τῆς χώρας J 11:55. κατὰ χώρας καὶ πόλεις κηρύσσοντες 1 Cl 42:4 (cp. TestLevi 13:7). Those who were dispersed by the persecution at Jerusalem διεσπάρησαν κατὰ τὰς χώρας τῆς Ἰουδαίας κ. Σαμαρείας Ac 8:1. Cp. 11:2 D.
land used for farming, field, cultivated land (X. et al.; Sir 43:3; TestAbr A 2 p. 78, 13 [Stone p. 4]; p. 79, 1 [St. p. 6]; Jos., Ant. 7, 191; prob. also Cat. Cod. Astr. IX/2 p. 135, 1) pl. Lk 21:21; J 4:35; Js 5:4. Sing. land, farm (Jos., Ant. 11, 249; 16, 250) Lk 12:16.—ἐν τῇ χώρᾳ B 7:8 refers to land which, though uncultivated, grows fruit-bearing bushes.
a place or position in which an entity is located, place (Ps.-Tyrtaeus 9, 42 D.3 πάντες … εἴκουσʼ ἐκ χώρης=they all withdraw from the place [that the seasoned soldier claims for himself]; Just., A I, 13, 3 ἐν δευτέρᾳ χώρᾳ of Jesus Christ, ‘in second place’, i.e. after God the Father; idem, D. 127, 2 ἐν τῇ αὐτοῦ χώρᾳ of God, who remains stationary ‘in his place’, i.e. God need not ‘come down’ to see someth.; Ath., R. 20 p. 73, 18; s. χωρέω 2) ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου = ἐν χώρᾳ σκιᾶς θανάτου in the land of the shadow of death Mt 4:16 (Is 9:1).—For the history of the word s. KDieterich, RhM n.s. 59, 1904, 226ff.—B. 1302; 1304f.—DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χώρα — χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc/acc dual χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρᾳ — χώρᾱͅ , χώρα space fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χώρα — Sp Chorà Ap Χώρα/Chora L PV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Χώρα Γαϊτσών — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέντρου …   Dictionary of Greek

  • Χώρα Σφακίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (46 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο οικισμός Κομιτάδες (υψόμ. 200 μ.) και η Βριτομάρτις. Η X.Σ. σήμερα είναι μικρό χωριό, άλλοτε όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Χώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 404 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αποδοτίας …   Dictionary of Greek

  • Έξω Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 160 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στις δυτικές πλαγιές του βουνού Βραχιώνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”